Ανοιχτό Γράμμα στο Νικόλα

Ανοιχτό Γράμμα στο Νικόλα


Νικόλα,

‘Ίσως και να μη σε γνώρισα ποτέ, αν και ήσουν αυτό που μέσα μου έσκουζε σαν πρωτόγονη ανάγκη, όταν, περιπλανώμενη κι εγώ, έψαχνα να βρω τους δικούς μου «κροκάνθρωπους» μέσα στο αχανές πλήθος των «Έτσι».  Δύσκολη η αναζήτησή μας στην Ελλάδα των συνταγματαρχών, Νικόλα. Το ξέρω! Μάθε, όμως, πως στη «λασπόσφαιρα» που σήμερα κατοικούμε - ναι, μ’ αρέσουν και μένα τα λογοπαίγνια! - τίποτα δεν έχει αλλάξει.  Βλέπεις, εσύ το «Φευγιό» σου καλά το κατέστρωσες στο μαγαζάκι της Καλλιδρομίου (σύμπτωση το όνομα;), μα εγώ, ακόμα, βολοδέρνω στη «Χώρα των Έτσι». Η μοναξιά, όπως ξέρεις, αφήνει ανεξίτηλα και εσαεί τα σημάδια της στις ψυχές των ανθρώπων. Σαν σε παρασύρει κοντά της, κολλάει πάνω σου σα βδέλλα και δεν σ ’αφήνει ποτέ!  
Κρίμα που δεν συναντηθήκαμε ποτέ!  Ή μήπως όχι;  Το πρόσωπό σου μου είναι πολύ οικείο και αγαπητό.  Σήμερα, μαθαίνω πως κυκλοφορούσαμε στους ίδιους χώρους την ίδια χρονική περίοδο: στο σκονισμένο με τα γύψινα αγάλματα υπόγειο της Φιλοσοφικής Σχόλης, εκεί,  που είχες στήσει το θεατρικό «ναό» σου, στη ντισκοτέκ Apple, στο δώμα του Λευκού Πύργου, στις μπουάτ, στους αδειανούς από «κροκανθρώπους» ελικοειδείς  δρόμους.  
Τώρα, που έστω αργά σου μιλώ και ξέρω πως μ’ ακούς εκεί που βρίσκεσαι με το «μπαγάσα» σου, δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ μήπως η μνήμη μου με διχάζει.   Είναι, όμως, Νικόλα, το γεγονός ότι μόλις σήμερα είδα φωτογραφίες σου στο ιντερνέτ να περπατάς μαζί με το φίλο μου τον Αργύρη.  Έτριψα τα μάτια μου μη μπορώντας να πιστέψω στην εικόνα που φιγουράριζε στην οθόνη μου!  Και σαν έμβρυο, καταχωνιασμένο μέσα μου, μια ενθύμηση κλωτσάει ζητώντας να βγει στο φως.  Το μυαλό μου έχει πάρει φόρα και μέσα στα λεπτά τειχία του στροβιλίζονται πολλά βασανιστικά ερωτήματα. Μήπως είχαμε, τελικά, γνωριστεί;  Μήπως κάποτε προσπεράσαμε ο ένας τον άλλον, μήπως κάποτε κοιταχτήκαμε φευγαλέα στα μάτια, μήπως κάποτε άγγιξα το μανίκι σου στο πέρασμά μου, μήπως κάποτε καθίσαμε στο ίδιο τραπέζι με τον Αργύρη;  Είναι δυνατόν οι δρόμοι μας να διασταυρώθηκαν και να μη «χαμπάριασα» πως ήσουν εσύ ο κροκάνθρωπος που τόσο καιρό αναζητούσα;  Συγχώρεσε με αλλά η μνήμη μου με τα χρόνια έχει εξασθενήσει και σαν το εκκρεμές του χρόνου παραπαίει από ΄δω και ΄κει, ανάμεσα στην οπτασία και τη ψευδή πραγματικότητα 
Νικόλα, έχω να σου εξομολογηθώ και κάτι …με μεγάλη μου ντροπή!  Τα τραγούδια σου τα γνώρισα πολύ αργά στη ζωή μου.   Ήταν καλοκαίρι του 1992 στη Χαλκιδική.  Περνούσα μια πολύ άσχημη φάση.  Γνώρισα ένα ψαρά,  ωραίο παιδί με γαλανά μάτια και μια ατίθαση σπίθα στα μάτια του.  Πήγαμε στο καΐκι του να τηγανίσουμε ψάρια και να πιούμε λευκό κρασί.  Μου μίλησε για σένα, για τη ζωή σου, για το έργο σου, για τις ευαισθησίες σου, αλλά κυρίως για τη μοναδικότητά σου.
«Άκου», μου είπε, «άκου, και δεν θα είσαι ποτέ η ίδια». Η φωνή σου, μεστή και ρωμαλέα, συνάμα σκληρή και τρυφερή  έφτανε στα αυτιά μας ενώ ο ήλιος έδυε πίσω από τις πλάτες μας. Η εικόνα έμεινε ανεξίτηλα μέσα μου γιατί, Νικόλα, αποτέλεσες ορόσημο στη ζωή μου.  
Νικόλα, εκεί που βρίσκεσαι «κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω» και εγώ, στο υπόσχομαι, θα «σου φτιάχνω τραγουδάκια με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν». 

                                                Θεοδώρα Τζόκα