Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Ο ΦΑΚΕΛΟΣ



                        Ο ΦΑΚΕΛΟΣ


H Φρίντα έχωσε οργισμένα την πουκαμίσα της μέσα στο παντελόνι της και βλαστημώντας τον άντρα της και τη ξετσίπωτη γκόμενά του βγήκε στην αίθουσα αναμονής του ιατρείου βγάζοντας καπνούς από το στόμα!  To πρόσωπο της ήταν ξαναμμένο από τη ντροπή που είχε νιώσει όταν ο γυναικολόγος της, μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα, της εξηγούσε πως είχε κολλήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα. 
«Αφροδίσιο νόσημα;  Αποκλείεται, γιατρέ!  Κάποιο λάθος κάνετε!» είχε σπεύσει να διαμαρτυρηθεί θέλοντας, σαν από ένστικτο, να προστατέψει τα του οίκου της τα άπλυτα.  
«Ηρεμήστε, κυρία Φανουράκη. Δεν είναι τίποτα το τόσο φοβερό. Ο μισός πληθυσμός της πόλης έχει αυτόν τον ιό.  Θα κάνουμε έναν καυτηριασμό και όλα θα πάνε καλά. Βέβαια, μπορεί να χρειαστεί και μια δεύτερη και τρίτη φορά, αυτό θα το δούμε στην πορεία. Το καλό είναι πως δεν παρατήρησα τίποτα ύποπτο στον τράχηλό σας αλλά καλού κακού θα κάνουμε ένα τεστ Παπανικολάου για να είμαστε σίγουροι. Εξάλλου ήταν προγραμματισμένο να γίνει σήμερα, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, γιατρέ» είπε ηττημένη από την παντοδυναμία της ιατρικής επιστήμης.  «Θα κάνω ότι μου πείτε φυσικά».
«Ωραία!  Προσπαθήστε να χαλαρώσετε όσο μπορείτε.  Δεν θα πονέσει σχεδόν καθόλου.  Θα κάνω το τεστ Παπανικολάου πρώτα και μετά τον καυτηριασμό.  Τα αποτελέσματα ελάτε να τα πάρετε σε δυο μέρες.  Α, και πριν ξεχάσω, θα πρέπει να εξεταστεί και ο σύζυγος σας».   
Για ακόμη μια φορά ο άντρας της την είχε ξεφτιλίσει δημοσίως.  Τέτοιος ήταν ο θυμός της που αν τον είχε μπροστά της εκείνη τη στιγμή θα τον σκότωνε ευχαρίστως με τα ίδια της τα χέρια!  Μαζί μ’ αυτόν και τη βρομιάρα γκόμενά του που παρατρίχα να χάλαγε το σπίτι της! 
Το στόμα της είχε ξεραθεί, τα μάτια της έτσουζαν κι ένα κύμα ναυτίας πέρασε από πάνω της σαν τσουνάμι.  Ακούμπησε πάνω στον πάγκο της ρεσεψιόν για να ανακτήσει την ισορροπία της και τότε η ματιά της έπεσε πάνω σ’ ένα λευκό, μακρόστενο φάκελο πάνω στο γραφείο της γραμματέας.  Σημασία δεν θα είχε δώσει αν στο φάκελο πάνω δεν έβλεπε φαρδιά πλατιά το όνομα της γυναικάς που μισούσε όσο κανέναν άλλον άνθρωπο στον κόσμο.  Απίστευτη σύμπτωση!  Η γκόμενα πήγαινε στον ίδιο γυναικολόγο!  Έριξε μια νευρική ματιά γύρω της και διαπίστωσε πως ήταν ολομόναχη στο δωμάτιο.  Όλοι είχαν φύγει.  Θα ήταν φαίνεται το τελευταίο ραντεβού της ημέρας.  Χωρίς δεύτερη σκέψη, άρπαξε το φάκελο και τον έβαλε μέσα στην τσάντα της προσέχοντας να μη το τσαλακώσει.  Έπειτα ξεκρέμασε το παλτό της από τον καλόγερο κι έφυγε άρον- άρον πριν βγει κανείς από μέσα και την τσακώσει. 
                Όταν βγήκε στο δρόμο ήταν καταϊδρωμένη.  Φόρεσε το παλτό της και αναθεμάτισε για άλλη μια φορά τις εμμηνοπαυσιακές ορμόνες που απειλούσαν να την αποτρελάνουν εκεί που τελικά δεν τα κατάφεραν οι ερωτικές περιπτύξεις του συζύγου της.  Προχώρησε γρήγορα χτυπώντας με δύναμη τα τακούνια της στην άσφαλτο σαν να ήθελε μ’ αυτόν τον τρόπο να τσαλαπατήσει την οργή της.  Μπροστά της ένα μικρό, συμπαθητικό καφέ μπαρ της έκανε νεύμα να μπει μέσα.  Κάθισε σε μια γωνιά μακριά από την τζαμαρία που έβλεπε στον πολυσύχναστο δρόμο και παρήγγειλε ένα ουισκάκι για να καλμάρει τα νεύρα της.  Μετά την πρώτη γουλιά άναψε ένα τσιγάρο, το ρούφηξε σαν βεντούζα και με την πρώτη καταπραϋντική εκπνοή του καπνού έβγαλε το φάκελο μέσα από την τσάντα της. Στη θέση του αποστολέα ήταν η διεύθυνση του κυτταρολογικού διαγνωστικού εργαστηρίου με το οποίο συνεργαζόταν ο γιατρός και ,φυσικά, πιο κάτω το όνομα της γκόμενας, Λόλα Λοΐζου.  Άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε από μέσα την μοναδική σελίδα που περιείχε.  Ήταν τα αποτελέσματα ενός τεστ Παπανικολάου, το τεστ Παπανικολάου του ορκισμένου μέχρι θανάτου εχθρού της.  Έβγαλε τα γυαλιά της από την τσάντα της και διάβασε τι έγραφε το τεστ.  Αν και δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα τα συμπεράσματα στο τέλος ήταν σαφή:  Επιχρίσματα αρνητικά για κακοήθεια (κατηγορία Ι κατά Παπανικολάου). 
Φτου σου σκέφτηκε, και άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο. Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει!
«Ναι, αλλά η γνώση είναι δύναμη…»ψέλλισε μια πανούργα  φωνή μέσα της. 
Έτσι, παροτρυνόμενη  από το κακό μισό της, δημιουργήθηκε το πρώτο κύτταρο μιας ιδέας που άρχισε να γεννοβολά ραγδαία μέσα της.
Παρήγγειλε ένα δεύτερο ποτό και ξύνοντας το κεφάλι της άρχισε να καταστρώνει τις πρώτες λεπτομέρειες του  σατανικού της σχεδίου. 
Όταν έφτασε σπίτι της βρήκε τον άντρα της καταχωνιασμένο στον καναπέ που είχε κάτσει από το βάρος της μελαγχολίας που τον είχε παραλύσει από την ημέρα που τον είχε πιάσει στα πράσα με τη γκόμενα βάζοντας έτσι ένα οριστικό τέλος στην παράνομη επί πέντε συναπτά έτη χυδαία σχέση τους.  Σκασίλα της!  Δεν την ένοιαζε καθόλου αν σάπιζε πάνω στον καναπέ!  Θα έμεινε μαζί της μέχρι το πικρό φινάλε, ήθελε δεν ήθελε, αυτοί ήταν οι όρκοι που αντάλλαξαν την ημέρα του γάμου της. Με τίποτα δεν θα του έδινε την ελευθερία του για να περνάει αυτός καλά ενώ αυτή, ξοφλημένη στα πένητα της, θα έμεινε στα αζήτητα  να την κατατρώει το σαράκι της μοναξιάς της.   Ήταν, βέβαια, και η περιουσία!  Σιγά μην άφηνε τη γκόμενα να βάλει χέρι στη διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία που με τόσο κόπο κατάφεραν να αποκτήσουν  μετά από είκοσι χρόνια γάμου!   Βρε ουστ αποδώ!    Ήταν, βέβαια, και οι μίζες που έπαιρνε σαν έφορος που ήταν αλλά αυτή ήταν μια άλλη ιστορία!  
«Πού είναι τα παιδιά;» ρώτησε τον άντρα της χωρίς να πάρει καμία απάντηση.
           «Πού είναι τα παιδιά;» ξαναρώτησε ανεβάζοντας μια σκάλα τον τόνο της φωνής της.
«Πήγαν σινεμά» απάντησε λες και με το ζόρι.  «Έφαγες;»
«Δεν πεινάω» ήρθε η κοφτή απάντηση. 
Για άλλο πράγμα πεινάς εσύ  αλλά δεν θα σου κάνουμε το χατίρι είπε μέσα της η Φρίντα κι αφού έφτιαξε ένα σάντουιτς κι έβαλε τον εαυτό της ένα ουισκάκι αποσύρθηκε στο ξενώνα που τη φιλοξενούσε εδώ και δέκα μήνες.  Οι χωριστές κρεβατοκάμαρες δεν τη στενοχωρούσαν καθόλου γιατί το μόνο που ένιωθε για το Σπύρο ήταν μια σιχασιά και τίποτα περισσότερο.  Δεν ήθελε να την ακουμπήσει ούτε με το νυχάκι του.  Όχι ότι είχε κι αυτός καμία ιδιαίτερη καΐλα να την ακουμπήσει.  Η Φρίντα ήξερε καλά πως τη θεωρούσε υπεύθυνη για τη δυστυχία του κι αυτό δεν θα της το συγχωρούσε με τίποτα.  Και πάλι σκασίλα της!
Ακούμπησε το δίσκο πάνω στο κομοδίνο και ξεντύθηκε.  Φόρεσε τη φανελένια granny πιτζάμα της, τέρμα οι σέξι αηδίες, και τρύπωσε κάτω από το φουσκωτό πάπλωμα.  Αφού έφαγε το σάντουιτς, άναψε ένα τσιγάρο κι έβαλε το μυαλό της να σπαζοκεφαλιάσει.  Αυτή η σκρόφα η Λόλα  Λοΐζου (ακόμα και το όνομα παρέπεμπε σε ντιζέζ) είχε καταστρέψει όχι μόνο τη δική της ζωή αλλά και τη ζωή των παιδιών της που πέρασαν τα πάνδεινα όταν ο πατέρας τους τους παράτησε όλους για χάρη της.  Για όλα αυτά έπρεπε να πληρώσει.  Και μάλιστα ακριβά.  Οι πράξεις μας έχουν και τις συνέπειες τους κι αυτό έπρεπε να το εμπεδώσει καλά η δεσποινίς Λόλα.  Και ο Θεός σ’ όλη του την πανσοφία,  απ’ ότι φαινόταν, της είχα αναθέσει την ιερή δουλειά αυτή.  Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός πως έβαλε το φάκελο στα χέρια της;  Προφανώς ήθελε κάπως να το χρησιμοποιήσει. Το σχέδιο ήταν απλό. Θα αλλοίωνε το αποτέλεσμα του τεστ και από αρνητικό θα το έκανε  θετικό.  Κι αυτό μόνο και μόνο για να πάρει ακόμη μια γερή τρομάρα η Λολίτσα  για να μάθει να μη πηγαίνει με παντρεμένους.  Βέβαια αργά η γρήγορα θα ανακάλυπτε πως δεν είχε καρκίνο αλλά μέχρι να συμβεί αυτό θα έπαιρνε ένα ακόμα πολύτιμο μάθημα ζωής.   Στη σκέψη και μόνο πως θα την έκανε να τρομάξει όσο δεν είχε τρομάξει ποτέ στη ζωή της, ακόμη και όταν την κυνηγούσε ανελέητα με ολονύκτιες αγρυπνίες έξω από το σπίτι της ή όταν την απειλούσε με γράμματα και τηλεφωνήματα την πλημμύρισε με μεγάλη χαρά και ικανοποίηση. Ναι, αυτό θα έκανε! Όλα εδώ πληρώνονται.  Απ’ ότι μάθαινε η Λόλα είχε ήδη αρχίσει να πληρώνει για τις αμαρτίες της.   Τελευταία η Ερμιόνη, η βασίλισσα όλων των κουτσομπόλων, η οποία έτυχε να είναι φίλες με μια φίλη της Λόλας, της είχε πει πως τα νεύρα της γκόμενας είχαν κλονιστεί και τα ηρεμιστικά τα κατέβαζε με τις χούφτες μαζί με τεράστιες ποσότητες αλκοόλ.
«Κάθε μεσημέρι βγαίνει κι αγοράζει ουίσκι ή μπύρες» είχε πει η Ερμιόνη. «Όλη η γειτονιά έχει βουίξει.  Έχει τα μαύρα της τα χάλια, άλουστη, άβαφη με άσπρες ρίζες μέχρι τα αυτιά της!  Δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το σπίτι της παρά μόνο για τα τελείως απαραίτητα.   Μάλιστα τα κουτσομπολιά λένε πως έχει νοσηλευτεί και σε νευρολογική κλινική για μεγάλο διάστημα.  Δεν πιστεύω να έχεις βάλει εσύ το χεράκι σου σ’ αυτό;»
«Φυσικά και το έβαλα!  Άκου κει!  Όχι θα την άφηνα την ελεεινή αντροχωρίστρα!  Της έχω κάνει το βίο αβίωτο. Κι ακόμη στο ξεκίνημα είμαι! Πολλά ακόμη θα πάθει!» είπε δίνοντας εύσημα στον εαυτό της.
«Δεν σε καταλαβαίνω, ειλικρινά. Αυτό που ήθελες, το Σπύρο, τον πήρες πίσω. Γιατί δεν την αφήνεις στην ησυχία της να συνεχίσει ήρεμα τη ζωή της;  Εξάλλου, εδώ που τα λέμε, ο άντρας σου σ’ απάτησε, όχι αυτή!»  Η Ερμιόνη ήθελε να ανάψει φωτιές για να έχει να λέει για πολλές μέρες.
«Α, όχι, δεν θα μου τη γλιτώσει τόσο εύκολα!  Κατέστρεψε το γάμο μου.  Έκανε ανεπανόρθωτη ζημιά!  Ο Σπύρος δεν με θέλει πια.  Εκείνη θέλει ακόμη.  Κάθε μέρα θρηνεί το χαμό της.  Αηδία με πιάνει μόνο που το σκέφτομαι».
«Τότε με το Σπύρο θα έπρεπε να τα βάλεις κι όχι με τη Λόλα.  Στο κάτω κάτω της γραφής, αυτός παραβίασε τους όρκους του κι όχι η Λόλα».
«Ότι θες λες μου φαίνεται.  Η γυναίκα είναι τσούλα.  Ξεμυάλισε τον άντρα μου.  ‘Ήξερε πολύ καλά τι έκανε!»  είχε πει θυμωμένα.  «Εξάλλου με ποιανού τη μεριά είσαι, μπορείς να μου πεις;»
«Καλά!  Καλά!  Δεν θέλεις ν’ ακούσεις την αλήθεια.  Μια μέρα θα καταλάβεις μόνη σου».
Από τη τσατίλα της της είχε κλείσει το τηλέφωνο κατάμουτρα.
Σκεπτόμενη το δημόσιο εξευτελισμό της, ο θυμός της Φρίντας φούντωσε τόσο που απειλούσε να την πνίξει μέσα στο ίδιο της το κρεβάτι.  Τινάχτηκε στον αέρα και βάλθηκε να βαδίζει πάνω κάτω πάνω κάτω βγάζοντας συνεχώς καπνούς από τα ρουθούνια σαν μανιασμένος δράκος. Μην αντέχοντας άλλο τα αρνητικά συναισθήματα που την κατέκλυζαν  άνοιξε την πόρτα και όρμηξε μέσα στο σαλόνι γυρεύοντας να ξεσπάσει την οργή της πάνω στον άντρα της ο οποίος δεν είχε κουνηθεί από τη θέση του στον καναπέ. 
«Η βρωμιάρα τσούλα σου μ’ έχει κολλήσει κάποιο αφροδίσιο νόσημα!» είπε κοφτά. 
«Πάψε πια ρε Φρίντα!  Σ’ έχω βαρεθεί.  Άφησε την  κοπέλα στην ησυχία της.  Εμένα δεν ήθελες;  Ε, λοιπόν, μ’ έχεις.  Τι άλλο θες;»!
«Ε, βέβαια!  Αυτή πάντα υποστηρίζεις!»
«Δεν υποστηρίζω κανέναν. Θέλω να τελειώνει αυτή η ιστορία.  Πρέπει να συνεχίζουμε τις ζωές μας .  Πώς να το κάνουμε;»
«Ο γιατρός είπε να πας να εξεταστείς κι εσύ.  Σίγουρα έχεις κολλήσει.  Εξάλλου από σένα κόλλησα κι εγώ!»
«Εντάξει θα πάω. Μπορώ τώρα να δω τηλεόραση με την ησυχία μου ή θα με πρήζεις για πολλή ώρα ακόμη;»
Έκανε μεταστροφή και ξαναπήγε στο δωμάτιό της.  Πήρε δύο Lexotanil και απλώθηκε στο κρεβάτι περιμένοντας πότε θα ενεργήσουν τα χάπια για να γλιτώσει κάμποσες ώρες από το μαρτύριο που είχε γίνει η ζωή της. 
Το πρωί μόλις έφυγε ο σύζυγος της έφτιαξε έναν διπλό καφέ και οπλισμένη μ’ ένα γεμάτο πακέτο τσιγάρα κάθισε στο γραφείο και έπιασε δουλειά.  Ήπιε το μισό καφεδάκι της για να ‘ρθει στα ίσια της  και στα μισά του δεύτερου τσιγάρου έβαλε μπρος τον υπολογιστή της.  Άνοιξε το google και έγραψε: οι κατηγορίες του τεστ Παπανικολάου.  Σχεδόν αμέσως βρήκε αυτό που έψαχνε.  

Ο όρος AGUS ή AGS (Άτυπα αδενικά κύτταρα) περιγράφει μία κατηγορία κυτταρικών αλλοιώσεων του αδενικού επιθηλίου που παρουσιάζει αυξημένο ποσοστό επικινδυνότητας, που αφορά τον τράχηλο και πιθανόν το ενδομήτριο και οι οποίες πρέπει να διερευνηθούν με ιδιαίτερη προσοχή.

Τέλεια!  Αυτό θα έγραφε!  Άνοιξε το φάκελο κι αφού έβγαλε τη σελίδα από μέσα την έβαλε πάνω στο snanner  αφού όμως την κάλυψε με λευκή κόλλα Α4 αφήνοντας μόνο το λογότυπο του εργαστηρίου να φαίνεται.  Έπειτα τη σκανάρισε και έκανε αντιγραφή/ επικόλληση το κείμενο που είχε βρει στο Google.  Έκανε μερικές αλλαγές στο κείμενο και όταν ήταν ικανοποιημένη με όλα έκανε μια εκτύπωση για να δει το αποτέλεσμα.  Τέλεια!  Πολύ αυθεντικό! Το έβαλε μέσα στο φάκελο και το ξανακόλλησε με κόλλα.  Αυτό ήταν!   Ευχαριστημένη με τον εαυτό της ντύθηκε και βγήκε έξω  για λίγη shopping therapy.
          Την επομένη νωρίς το απόγευμα με το φάκελο στη τσάντα της έστησε καρτέρι στη γραμματέα του γιατρού στο απέναντι πεζοδρόμιο.  Η κοπέλα έφτασε κατά της πέντε και άνοιξε το ιατρείο.  Μόλις την είδε η Φρίντα ανέβηκε πάνω και χτύπησε το κουδούνι.  
«Γεια σας.  Ήμουν στη γειτονιά και είπα να περάσω να ρωτήσω μήπως είναι έτοιμα τα αποτελέσματα του τεστ Παπανικολάου μου».
«Ναι, ναι, βεβαίως, κυρία Φανουράκη.  Τώρα θα σας έπαιρνα τηλέφωνο.  Εδώ είναι.  Μόλις τον παρέλαβα τον φάκελο» είπε ευγενικά και της έτεινε το φάκελο.
          «Όλα καλά πιστεύω;» ρώτησε φορώντας το πιο γοητευτικό της χαμόγελο. 
          «Ναι, ναι, όλα καλά!  Μην ανησυχείτε!  Τζάμι το τεστ.  Ο γιατρός, όμως,  θέλει να σας ξαναδεί την επόμενη εβδομάδα για το άλλο θέμα σας.  Να κλείσουμε ένα ραντεβουδάκι;  Ποια μέρα και ώρα θα σας βόλευε;»
          « Εμένα θα με βόλευε Παρασκευή γύρω στις οκτώ.  Όλη την υπόλοιπη εβδομάδα θα λείπω».
Η Φρίντα γνώριζε πολύ καλά πως ο γιατρός σπάνια δεχόταν τις Παρασκευές κι ότι θα αναγκαζόταν να πάει μέσα να τον ρωτήσει .
«Λυπάμαι, κύρια Φανουράκη αλλά ο γιατρός, ξέρετε, δεν δέχεται τις Παρασκευές έκτος κι αν είναι κάποιο επείγον περιστατικό».
«Ναι, το ξέρω αλλά μήπως μπορεί να κάνει κάποια εξαίρεση για μένα;»
«Ένα λεπτό να τον ρωτήσω».
Μόλις η γραμματέας εξαφανίστηκε στο βάθος του διαδρόμου η Φρίντα έβγαλε το φάκελο και τον έθαψε κάτω από κάτι χαρτιά που ήταν διασκορπισμένα εδώ και ‘κει πάνω στο γραφείο.  Σε δύο λεπτά η γραμματέας είχε επιστρέψει.
«Καλά, κυρία  Φανουράκη.  Ο γιατρός θα σας δει την Παρασκευή στις οκτώ».
«Α, περίφημα! Να φεύγω τώρα. Έχω αργήσει.  Σας χαιρετώ».
«Στο καλό να πάτε, κυρία Φανουράκη. Καλό σας βράδυ» είπε η γραμματέας κι έσκυψε πάνω στα χαρτιά της.
Στη διαδρομή μέσα στο ταξί η Φρίντα σκεφτόταν την τρομάρα που θα έπαιρνε η Λόλα και σχεδόν γαργαλιόταν από τη χαρά της.  Δεν ένιωθε τη παραμικρή τύψη γι αυτό που έκανε.  Γιατί να νιώσει τύψεις άλλωστε;  Σάμπως η τσούλα ένιωθε καμία τύψη όταν κρεβατώνονταν με τον άντρα της, όταν, χωρίς κανένα ηθικό φραγμό, τον ζητούσε να παρατήσει την οικογένειά του για χάρη της.  Μπα!  Κανένα έλεος για τη πόρνη! 
Όταν γύρισε σπίτι ο άντρας της δεν είχε γυρίσει από τη δουλειά.  Περίεργο!  Δεν αργούσε ποτέ πια για να μη κινήσει τις υποψίες της.  Τα παιδιά της ήταν ως συνήθως κλειδαμπαρωμένα στο δωμάτιό τους και ούτε που μπήκαν στο κόπο να βγουν έξω να τη χαιρετίσουν. Κάνε παιδιά να δεις χαΐρι σκέφτηκε με κάποια πικρία κι έβαλε ένα ουισκάκι on the rocks.  Κάθισε στον καναπέ και παραδόθηκε στις  νοσηρές φαντασιώσεις που τον τελευταίο την έτρεφαν.  Ναι, την έβλεπε ξεκάθαρα!  Η Λόλα σοκαρισμένη.  Η Λόλα κλαμένη.  Η Λόλα παράλυτη από φόβο.  Και μόνη!  Α, ναι, προπαντός μόνη!  Αγκαλιά με το μαξιλάρι της.  Όπως της άξιζε.
Τη ρέμβη της διέκοψε το χτύπημα του τηλέφωνου.   Ήταν η Ερμιόνη, η κουτσομπόλα φίλη της.  Τι να ήθελε και πάλι να μάθει; 
«Κάθεσαι;» τη ρώτησε.  Χμμμ!  Κάτι περίεργο  είχε η φωνή της.
«Ναι, κάθομαι.  Γιατί ρωτάς;»
«Σου έχω φοβερά νέα. Δεν ξέρω πως θα το πάρεις αυτό που έχω να σου πω».
«Λέγε και άσε τις περιστροφές» είπε εκνευρισμένα.
«Η Λόλα είναι νεκρή».
Σίγουρα δεν άκουσε καλά.  Η Λόλα νεκρή;
«Τι είπες;»
«Η Λόλα είναι νεκρή.  Αυτοκτόνησε!  Είχε καρκίνο και αυτοκτόνησε!»
«Είχε καρκίνο;»
Ο Θεέ μου, τι είχε κάνει; 
«Ναι.  Κατέβασε ένα σχεδόν κουτί Lexotanil και μισό μπουκάλι βότκα!  Η αστυνομία βρήκε δίπλα της στο κρεβάτι τα αποτελέσματα ενός τεστ Παπανικολάου.  Ήταν θετικό για καρκίνο».
«Θετικό;»
«Καλά, κουφή είσαι;  Δεν μ’ ακούς;  φαίνεται πως δεν άντεξε τα κακά μαντάτα και αυτοκτόνησε.  Ήταν που ήταν έτοιμη για φούντο, ήρθε κι αυτό και την αποτελείωσε!  Κρίμα!  Ότι κι αν έκανε δεν άξιζε αυτό το τέλος».
Η Φρίντα όταν έκλεισε το τηλέφωνο έμεινε μαρμαρωμένη να κοιτάει τον απέναντι τοίχο.  Ήθελε να κλάψει, να ουρλιάξει, να πάρει σβάρνα τους δρόμους της πόλης αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί από τη θέση της. Το σοκ της είδησης την είχε καθηλώσει σ’ ένα είδος προσωρινής αναπηρίας.  Και σαν μην έφτανε αυτό με φρίκη άρχισε να συνειδητοποίει πως κάπου βαθιά μέσα της χαιρόταν, ναι, χαιρόταν που ένα ασήκωτο βάρος είχε φύγει από πάνω της. 
Τη χαρά τη διαδέχτηκε η λύπη και μετά ο φόβος.  Κι αν μάθαινε η αστυνομία πως αυτή παραποίησε το έγγραφο;  Κι αν τη θεωρούσαν υπεύθυνη ως ηθικό αυτουργό της αυτοκτονίας της Λόλας;   Θεέ μου, πού είχε μπλέξει! 
Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.  Η Ερμιόνη θα ήταν πάλι.  Το σήκωσε γεμάτη αγωνία να μάθει περισσότερα για την αυτοκτονία της Λόλας.
«Έλα, Ερμιόνη» είπε χωρίς να μπορέσει να κρύψει την υστερία από τη φωνή της.
«Κυρία Φανουράκη; Συγγνώμη που σας ενοχλώ.  Είμαι η Δέσποινα, η γραμματέας του κυρίου Κωστόπουλου, του γυναικολόγου σας».
«Ναι, ναι, σας ακούω».
Τι να ήθελε η αναθεματισμένη τέτοια ώρα;
«Και πάλι χίλια συγνώμη αλλά έγινε κάποιο λάθος με το τεστ Παπανικολάου σας.  Κάποιο μπέρδεμα.   Φοβάμαι πως σας έδωσα λάθος φάκελο.  Το δικό σας είναι εδώ».
Η αλήθεια είναι πως ούτε που είχε κοιτάξει το φάκελο που της είχε δώσει.
«Εντάξει, κάποια στιγμή θα περάσω να το πάρω».
«Κυρία Φανουράκη.  Λυπάμαι αλλά μάλλον δεν καταλάβετε. Ο γιατρός θέλει να σας δει. Επειγόντως! Αύριο κιόλας αν είναι δυνατόν.  Φοβάμαι πως το τεστ έδειξε κάτι που θέλει….
Ο πρώτος πόνος εξερράγη μέσα της σαν χειροβομβίδα. Το τηλέφωνο γλίστρησε από το χέρι της κι έπεσε αθόρυβα στο πάτωμα.  Από μακριά έφτασε στ’ αυτιά  ο ήχος μηνύματος του κινητού της.  Σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια κατάφερε να  το πιάσει στα χέρια της.  Πριν αφήσει την τελευταία της πνοή πρόλαβε να το διαβάσει.

Τελικά γλίτωσε η Λόλα.  Ερμιόνη. 


 




Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

μικρή ιστορία


ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

           Ένας έφηβος γύρω στα δεκάξι κάθεται στο παγκάκι του πάρκου και κοιτάζει επίμονα τις πατούσες των μικρών κοριτσιών που παίζουν μέσα στο κουτί με την άμμο.  Κάτι αλλόκοτο έχουν τα μάτια του.  Λίγο αλλήθωρα, γυαλίζουν μες στην απογευματινή λιακάδα σαν να’ χουν περαστεί με βερνίκι. Τα κοριτσάκια μέσα στα αεράτα ζιπουνάκια τους μοιάζουν με πολύχρωμες βαρκούλες που αρμενίζουν ανέμελα μέσα στα μπεζ κύματα της άμμου. Ο νεαρός ζουμάρει το βλέμμα του στο ροδαλό, αφράτο δερματάκι των πελμάτων τους. Ως μαγεμένος θαυμαστής παρατηρεί τα τρισχαριτωμένα δακτυλάκια τους· ο τρόπος που κουνιούνται γαργαλιστικά ευφραίνει τη ψυχή του.  Νιώθει ένα ρεύμα αγαλλίασης να τον διαπερνά.   Χαϊδεύεται εκεί που του είπαν να μη χαϊδεύεται, στο καβάλο του παντελονιού του.  Έπειτα φέρνει τα δυο του χέρια μπροστά στα μάτια του και τα φτεροκοπά δυνατά στον αέρα σαν δύο λαβωμένα πουλιά που προσπαθούν απελπιστικά να πετάξουν αλλά δεν μπορούν.  Αυτό κρατάει περίπου πέντε λεπτά μέχρις ότου ημερέψει κάπως.  Έπειτα σηκώνεται και βαδίζοντας σχεδόν ρομποτικά κατευθύνεται στο κουτί με την άμμο. Πλησιάζει ένα πανέμορφο, ξανθομάλλικο κοριτσάκι που παίζει ολομόναχο με τα κουβαδάκια του. Οι πατούσες του κοριτσιού είναι ιδιαίτερα ελκυστικές σαν λαχταριστά, ροδαλά, καλοψημένα φραντζολάκια, φρέσκα, φρέσκα μόλις ξεφουρνισμένα.  Σκύβει και του γαργαλά τα ποδαράκια του.  Το κοριτσάκι ξεκαρδίζεται στα γέλια.  Ο νεαρός, εξιταρισμένος,  ξαναφτεροκοπά τα χέρια του στον αέρα και αρχίζει να βαδίζει πέρα δώθε μουρμουρίζοντας ακατάληπτα στον εαυτό του.   Κανείς προς το παρόν δεν τον έχει πάρει χαμπάρι.
Λίγο παραπέρα σ’ ένα άλλο παγκάκι μια όμορφη τριαντάρα κάθεται και χαϊδεύει την επίπεδη κοιλιά της χωρίς να πάρει λεπτό τα μάτια της πάνω από το μικρό, κατάξανθο κοριτσάκι με τα κουβαδάκια.  Μερικά δάκρυα μαζεύονται στις γωνιές των ματιών της· τρεμοπαίζουν λαμπιρίζοντας μέσα στο χρυσαφί ήλιο και σχεδόν αμέσως μετά εξατμίζονται σαν να τα στέγνωσε το αεράκι που γλυκοφυσούσε.  Βλέπει τον περίεργο νεαρό να σκύβει και να γαργαλάει τις πατούσες της μικρής.  Το κοριτσάκι σκάει στα γέλια αποκαλύπτοντας δύο χαριτωμένα λακκάκια στα μαγουλάκια της. Τα ίδια ακριβώς λακκάκια εμφανίζονται στα μάγουλα της γυναίκας η οποία μαγνητίζεται από τα γέλια της μικρής και τη ζυγώνει.  Με μια δυνατή σπρωξιά κάνει πέρα το νεαρό με το χυδαίο φετίχ με τα πόδια. 
«Φύγε» του λέει και φέρνει σβούρα το βλέμμα της ψάχνοντας τη μητέρα της μικρής. Την εντοπίζει κάτω από μια λεύκα να συζητάει έντονα με μια φίλη της. 
Τα μεγάλα μπλε μάτια της γυναίκας ψάχνουν τα μεγάλα μπλε μάτια της μικρής. Στο βάθος τους βλέπει το είδωλο της:  τα ίδια κατάξανθα μαλλιά, η ίδια γαλλική μυτούλα, τα ίδια ζουμερά χειλάκια.  Είναι ολόιδιες. 
«Είναι η Εύα μου» ψελλίζει και σκύβοντας περιμαζεύει τη μικρή στην αγκαλιά της και ρίχνοντας νευρικές ματιές γύρω της κάνει σιγά σιγά να φύγει.
 Ένα δυνατό χέρι αρπάζει το μωρό από την αγκαλιά της.  Είναι εκείνος ο ενοχλητικός νεαρός  που γαργαλούσε τα πόδια της μικρής.  Με τη μικρή στην αγκαλιά  του τρέχει σαν παλαβός κι απομακρύνεται από τη ξανθιά γυναίκα την οποία κοιτάζει με τρόμο.  Η ξανθιά γυναίκα γυρίζει την πλάτη της και εξαφανίζεται χωρίς να την προσέξει κανείς.
Στο πάρκο ξεσπά πανδαιμόνιο. 
 «Άσε κάτω το παιδί, ρε ανώμαλε!»  φωνάζει ένας μπαμπάς δίνοντας το σύνθημα που θα ξεσηκώσει τους πάντες στο πόδι. 
«Το παιδί μου! Το παιδί μου» φωνάζει η μητέρα της μικρής.
Ο νεαρός πέφτει κάτω και σκεπάζει με το σώμα του τη μικρή.  Πάνω του πέφτουν ένα σωρό άντρες.  Ένα ρυάκι αίματος κατρακυλά από το κεφάλι του στο έδαφος.   Ο νεαρός  μένει ασάλευτος και το κοριτσάκι κλαίει βοερά.  Δύο χέρια τη σηκώνουν στον αέρα και την εναποθέτουν στην αγκαλιά της μητέρας της.   Σε πέντε λεπτά φτάνει η αστυνομία.  Σ’ άλλα πέντε φθάνει το ασθενοφόρο.   Σε μισή ώρα το πάρκο είναι άδειο.  Μια απρόσμενη ριπή ανέμου τινάζει τις φυλλωσιές των δέντρων, σηκώνει στα γερά του μπράτσα ένα βραχιολάκι που γράφει «Είμαι αυτιστικός» και το πάει στον αγύριστο.
           Η νύχτα πέφτει αθόρυβα στο πάρκο.